- ἀφανείας
- ἀφανείᾱς , ἀφάνειαobscurityfem acc plἀφανείᾱς , ἀφάνειαobscurityfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
Καππαδοκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται σε ένα υψίπεδο με μέσο υψόμετρο 1.300 μ. Η περιοχή περικλείεται στα Β από τον Πόντο, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Άλυ (τουρκικά Κιζίλ ιρμάκ), στα Ν από την Κιλικία, στα Α από τον… … Dictionary of Greek
Μάξιμος ο Γραικός ή ο Έλλην — (Άρτα 1470; – μονή Αγίου Σεργίου, κοντά στη Μόσχα 1556). Θεολόγος και συγγραφέας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης, Η πολύπλευρη δράση του στη Ρωσία τον κατέστησε γνωστό στην ιστορία ως «φωτιστή των Ρώσων». Καταγόταν από εύπορη… … Dictionary of Greek